- γιουρούκης
- ο , γιουρούκισσα η , γιουρούκος ο , γιουρούκα η неряха, невежа; вахлак (разг )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γιουρούκης — και γιουρούκος, κα, κισσα, κι άξεστος, αγροίκος, βάρβαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. yuruk «νομάδας»] … Dictionary of Greek